- ενίστορος
- -η, -ο (Μ ένίστορος, -ον) [ιστορία](για κώδικες) ζωγραφισμένος, που περιέχει εικόνες, ιστορημένος*(α. «ἐνίστορος κῶδιξ» β. «ἐνίστορον εὐαγγέλιον» — κώδικας, ευαγγέλιο που περιέχει εικόνες, διακοσμημένος με μικρογραφίες.
Dictionary of Greek. 2013.